Τώρα ολοστρόγγυλος, με την κοιλιά να σέρνεται στη γη της ελαφρότητας,
στα σπλάχνα της ακίνητης αγνότητας,
στέρεος κι ακάθαρτος,
από την άλλη πλευρά έχω φτάσει του Χάους,
έρχομαι με ήλιο και με πλατιές πατούσες,
στηρίζω το στερέωμα, στα μάτια μου ένα χτύπημα κεραυνός.
Εδώ, χοντρός σαν βουβάλι πιάνομαι από τα κέρατα μου,
στα έγκατα της γης πλένω το πετσί μου με ουρανό,
ο σίφουνας σπάει στο στήθος μου, οι ρόγες μου φουσκώνουν στο βυθό
μιας δροσερής φρεσκοσφαγμένης άνοιξης κι ανεμίζω τις σημαίες
του λόγου μου τού αφράτου, γυμνού απ'τον πρωκτό και κάτου κι η
γροθιά μου διαπερνά το νου, την επιφάνεια της βαρβαρότητας.