Είμαι το Δέντρο. Το νερό τρέφει τα γόνατά μου κι ο κορμός μου ακούει ήσυχος.
Ακολουθώ τον άνεμο μέσα στα κλαδιά μου. Τον ακίνητο άνεμο.
Δεν ξέρω τι θα φέρει : ύπνο, πόνο, χιλιάδες μαλακά σύννεφα, κελαηδιστά όρνεα, όντα χρωματιστά;
Δεν ξέρω το πώς και το γιατί.
Στα διαλείματα με ξυπνάει το φως.
Έρχεται και φεύγει όπως τ' άλλα.
¨Οπως τα ερπετά που μουδιάζουν τις ρίζες μου, τα μαλακά σύννεφα που κοιμούνται στα κλαδιά μου
κι όλα τα όντα που λαμπουνε στα φύλλα μου χρωματιστά.
Και όπως ο άνεμος που στέκεται ακίνητος δυναμώνει,
γίνομαι ύπνος και πόνος, κελαηδιστά όρνεα, σύννεφα μαλακά. Κι είμαι το δέντρο ξανά.